επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… … Dictionary of Greek
ἐπίρρυτος — running masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύτως — ἐπίρρυτος running adverbial ἐπίρρυτος running masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρρυτον — ἐπίρρυτος running masc/fem acc sg ἐπίρρυτος running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύτοις — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύτου — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύτους — ἐπίρρυτος running masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύτων — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύτῳ — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρρυτα — ἐπίρρυτος running neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρρυτοι — ἐπίρρυτος running masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)