επιρρυτος

επιρρυτος
    ἐπίρρυτος
    ἐπί-ρρῠτος
    2
    1) текущий внутрь, втекающий, притекающий
    

καθ΄ ὅλον τὸ σῶμα τὰ τῆς τροφῆς νάματα ἐπύρρυτα γεγονέναι Plat. — питательные соки разливаются по всему телу;

    ἀπὸ ἡλίου ἐ. δύναμις Plat. — излучаемая солнцем сила

    2) (в отличие от ὑέτιος) почвенный
    

(ὕδατα Plut.)

    3) обильно орошаемый
    

(πεδίον Xen.)

    4) впитывающий, вбирающий в себя
    

(ἐπίρρυτον σῶμα καὴ ἀπόρρυτον Plat.)

    5) прибывающий во множестве, изобильный
    

(καρπός Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιρρυτος" в других словарях:

  • επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίρρυτος — running masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύτως — ἐπίρρυτος running adverbial ἐπίρρυτος running masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρρυτον — ἐπίρρυτος running masc/fem acc sg ἐπίρρυτος running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύτοις — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύτου — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύτους — ἐπίρρυτος running masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύτων — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύτῳ — ἐπίρρυτος running masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρρυτα — ἐπίρρυτος running neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρρυτοι — ἐπίρρυτος running masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»